στρέφω

στρέφω
(αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;
μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;

στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);

στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;

στρέφω τα πυρά — направлять огонь;

στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;

στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;

2. αμετ.
1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);

στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);

στρέφομαι

1) — крутиться, вертеться, вращаться;

στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;

2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;
εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;

στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;

στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;

§ ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "στρέφω" в других словарях:

  • στρέφω — Aër. pres subj act 1st sg στρέφω Aër. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — στρέφω, έστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρεφώ — όω, Α βλ. στερφῶ …   Dictionary of Greek

  • στρέφον — στρέφω Aër. pres part act masc voc sg στρέφω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg στρέφω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στρέφω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφεσθε — στρέφω Aër. pres imperat mp 2nd pl στρέφω Aër. pres ind mp 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφετε — στρέφω Aër. pres imperat act 2nd pl στρέφω Aër. pres ind act 2nd pl στρέφω Aër. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφῃ — στρέφω Aër. pres subj mp 2nd sg στρέφω Aër. pres ind mp 2nd sg στρέφω Aër. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψαι — στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέφω Aër. aor inf act στρέψαῑ , στρέφω Aër. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέψει — στρέφω Aër. aor subj act 3rd sg (epic) στρέφω Aër. fut ind mid 2nd sg στρέφω Aër. fut ind act 3rd sg στρέψις a turning round fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρέψεϊ , στρέψις a turning round fem dat sg (epic) στρέψις a turning round fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»